- ελληνοαραβικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στους Έλληνες και τους Άραβες μαζί, αραβοελληνικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.